Σύντομη, μά θεολογικώτατη, προσέγγιση τοῦ θεολόγου Ἁγίου στό μέγα καί ὑπερφυές μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
... Ἡ ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωσή της μέ τή ζωή. Ὅπως ἀκριβῶς τό νεκρό σῶμα δέν μπορεῖ νά ζεῖ, ἄν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί δέν σμίξει ἄμικτα μ' αὐτήν, ἔτσι καί ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά ζήσει μόνη της, ἄν δέν ἑνωθεῖ ἀρρήτως κι ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό,πού εἶναι ἡ ὄντως αἰώνια ζωή. Εἶναι, δηλαδή, νεκρή πρίν ἀπό τήν ἐν γνώσει καί ὁράσει καί αἰσθήσει ἕνωσή της μέ τόν Χριστό, κι ἄς εἶναι νοερή κι ἀθάνατη ἀπό τή φύση της. Γιατί οὔτε γνώση χωρίς ὅραση ὑπάρχει, οὔτε ὅραση χωρίς αἴσθηση. Νά τί θέλω νά πῶ. Ἔχουμε τήν ὅραση καί μέσα στήν ὅραση τή γνώση καί τήν αἴσθηση. Αὐτά τά λέω γιά τά πνευματικά ζητήματα. Γιατί στά σωματικά καί χωρίς ὅραση ὑπάρχει αἴσθηση. Ὁ τυφλός, π.χ., αἰσθάνεται, ὅταν κτυπήσει τό πόδι του στήν πέτρα, ἐνῶ ὁ νεκρός ὄχι. Ἀλλά στά πνευματικά θέματα, ἄν ὁ νοῦς δέν ἔλθει σέ θεωρία τῶν ὑπέρ ἔννοιαν, δέν αἰσθάνεται τή μυστική ἐνέργεια τῆς Χάριτος. Ἐκεῖνος λοιπόν, πού ἰσχυρίζεται ὅτι τήν αἰσθάνεται προτοῦ θεωρήσει τά ὑπέρ νοῦν καί λόγον καί ἔννοιαν, μοιάζει μέ τόν τυφλό πού καταλαβαίνει τά καλά ἤ τά κακά πού παθαίνει, δέν ἀντιλαμβάνεται ὄμως, ἀκόμη οὔτε καί ὅσα εἶναι μπροστά του καί μπορεῖ νά τοῦ προξενήσουν τή ζωή καί τό θάνατο...